συνάρθρωση

συνάρθρωση
η / συνάρθρωσις, -ώσεως, ΝΑ [συναρθρῶ / -ώνω]
νεοελλ.
1. η αρμονική σύνδεση τών επιμέρους τμημάτων ενός αντικειμένου σε ένα αρμονικό και ενιαίο σύνολο, συναρμολόγηση, συναρμογή
2. ανατ. γενική ονομασία τών αρθρώσεων μέσα στις οποίες δεν υπάρχει υγρό και που δεν έχουν κινητικότητα, όπως είναι οι ραφές τών οστών τού κρανίου
3. φρ. α) «ινώδεις συναρθρώσεις»
ανατ. οι ραφές και οι γομφώσεις, δηλαδή οι συναρθρώσεις τών οποίων τα αρθρούμενα μέρη συνδέονται με λευκές ίνες συνδετικού ιστού που περνούν από το ένα μέρος στο άλλο
β) «ινοχόνδρινες συναρθρώσεις»
ανατ. εύκαμπτες αρθρώσεις στις οποίες το σώμα ενός οστού συνδέεται με το σώμα ενός άλλου οστού με την παρεμβολή μιας μεμβράνης ή ενός δίσκου από ινώδη ιστό, όπως είναι λ.χ. η ηβική σύμφυση και οι αρθρώσεις τών σπονδύλων τής σπονδυλικής στήλης, αλλ. συμφύσεις
γ) «χόνδρινες συναρθρώσεις»
ανατ. πρόσκαιρες συναρθρώσεις που είναι στην πραγματικότητα μη οστεοποιημένες μάζες ανάμεσα σε οστά ή σε τμήματα οστών οι οποίες διέρχονται ένα χόνδρινο στάδιο ωσότου οστεοποιηθούν πλήρως και εξαφανιστούν μετά το 25ο έτος τής ηλικίας
αρχ.
1. ένωση μελών ή οστών με άρθρωση, ιδίως άρθρωση οστών με μικρή κίνηση
2. συναρμογή τών μελών ενός οργανισμού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • άκωλος — (I) η ο [κώλος] 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν έχει κανονικούς, δηλαδή επαρκώς ανεπτυγμένους γλουτούς 2. (για δοχεία) αυτός που δεν έχει πυθμένα, πάτο. (II) ἄκωλος, ον (Α) [κῶλον] αυτός που δεν έχει κώλα, δηλαδή μέλη, ο ακρωτηριασμένος. (III)… …   Dictionary of Greek

  • άρθρωση — Ανατομικός σχηματισμός με τον οποίο συνδέονται μεταξύ τους διαφορετικά οστά. Η ά. στην οποία τα διάφορα οστά συνδέονται μεταξύ τους με την παρεμβολή ινοχόνδρινου ιστού ονομάζεται συνάρθρωση. Στις συναρθρώσεις δεν υπάρχει κενό μεταξύ των οστών που …   Dictionary of Greek

  • ένδεση — η (AM ἔνδεσις, η) νεοελλ. 1. εσωτερική σύνδεση 2. ενδέτης αρχ. 1. (για οστά) συναρμολόγηση, συνάρθρωση 2. στερέωση ενός αντικειμένου με πρόσδεση 3. η συναρμογή τού εποικοδομήματος με τη βάση 4. εμπλοκή, ταραχή …   Dictionary of Greek

  • αναβολέας — Εκείνος που βοηθάει κάποιον να ανέβει σε άλογο. Επίσης, ο σιδερένιος κρίκος που κρέμεται από το εφίππιο, γνωστός και ως σκάλα. Α. λέγεται και ένα είδος χειρουργικού εργαλείου. (Ανατ.) Το μικρότερο από τα τρία οστάρια που βρίσκονται στο μέσο αφτί… …   Dictionary of Greek

  • αντέμβασις — ἀντέμβασις, η (AM) [αντεμβαίνω] συνάρθρωση, συναρμογή, σύνδεση …   Dictionary of Greek

  • αντεμβολή — ἀντεμβολή, η (AM) αμοιβαία εισβολή αρχ. συνάρθρωση, συναρμογή …   Dictionary of Greek

  • διαστολή — Ξεχώρισμα, διάκριση. (Μουσ.) Όρος της μουσικής σημειογραφίας. Σημαίνει την κάθετη γραμμή του πενταγράμμου που χωρίζει τα μέτρα σε τμήματα ίσης αξίας φθογγοσήμων, με διαφορετική όμως ρυθμική συνάρθρωση. Παλαιότερα ο διαχωρισμός των μέτρων… …   Dictionary of Greek

  • εναρμογή — η (AM ἐναρμογή) εφαρμογή, συναρμογή, προσαρμογή, συνάρθρωση νεοελλ. 1. το σημείο όπου ένα πράγμα συναρμόζεται με κάποιο άλλο, το σημείο συναρμογής, η αρμογή 2. είδος συνδέσεως δύο τεμαχίων από ξύλο ή μέταλλο με την εισαγωγή (εμβολή) τής προεξοχής …   Dictionary of Greek

  • ηβικός — ή, ό (Α ἡβικός, ή, όν) [ήβη] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ήβη («ηβική χώρα») 2. ανατ. «ηβική σύμφυση» εύκαμπτη ινοχόνδρινη συνάρθρωση τών δύο ηβικών οστών στη μέση γραμμή τού πρόσθιου κάτω τμήματος τής κοιλιακής χώρας αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • πέρας — το, ΝΜΑ, επικ. τ. πεῑραρ και ιων. τ. πεῑρας, ατος, Α 1. τοπ. τέλος, τέρμα 2. στον πληθ. τα πέρατα (για τη γη, τη θάλασσα ή τον κόσμο) τα έσχατα όρια («απ τού κόσμου όλα τα πέρατα», Σολωμ.) 3. χρον. τελείωμα (α. «το πέρας τής εβδομάδας» β. «πέρας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”